- σπόρτσμαν
- οάκλ., (λ. αγγλ.), άντρας που επιδίδεται στα σπορ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φίλαθλος — η, ο 1. αυτός που αγαπάει τα αθλητικά αγωνίσματα, που ασχολείται με αυτά, ο λάτρης του αθλητισμού, ο σπόρτσμαν. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φίλαθλος, ο, φίλαθλη, η ο οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας: Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ πανηγύριζαν την κατάκτηση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)